- ανταλλάξιμος
- değiştirilebilir, değiş tokuş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ανταλλάξιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να ανταλλαγεί, ο υποκείμενος σε ανταλλαγή 2. το ουδ. ως ουσ. τα ανταλλάξιμα ομολογίες που έδωσε το κράτος στους πρόσφυγες από την Τουρκία έναντι της περιουσίας που άφησαν εκεί και που ανταλλάχθηκε από το κράτος με την… … Dictionary of Greek
ανταλλάξιμος — η, ο αυτός που μπορεί να ανταλλαγεί: Υπάρχουν αντικείμενα που δεν είναι ανταλλάξιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)